νηπιαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νηπιαγωγός | οι | νηπιαγωγοί |
| γενική | του | νηπιαγωγού | των | νηπιαγωγών |
| αιτιατική | τον | νηπιαγωγό | τους | νηπιαγωγούς |
| κλητική | νηπιαγωγέ | νηπιαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νηπιαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εκπαιδευτικός που ασχολείται με παιδιά προσχολικής ηλικίας (4 και 5 ετών)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.