αέρια
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αέρια
ουδέτερο
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αέριο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αέρια
θηλυκό
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
αέριος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.