ρευστό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρευστό | τα | ρευστά |
| γενική | του | ρευστού | των | ρευστών |
| αιτιατική | το | ρευστό | τα | ρευστά |
| κλητική | ρευστό | ρευστά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρευστό < ουδέτερο του ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός
Ουσιαστικό
ρευστό ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φυσικό σώμα σε υγρή ή αέρια μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.