ρευστό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρευστό τα ρευστά
      γενική του ρευστού των ρευστών
    αιτιατική το ρευστό τα ρευστά
     κλητική ρευστό ρευστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρευστό < ουδέτερο του ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός

Ουσιαστικό

ρευστό ουδέτερο

  1. φυσικό σώμα σε υγρή ή αέρια κατάσταση
  2. (μεταφορικά).το διαθέσιμο χρήμα, τα μετρητά, σε αντιπαράθεση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως η γη
    δεν έχω ρευστό πάνω μου και δεν μπορώ να πάω πουθενά

Υπώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ρευστό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.