εναέριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναέριος | η | εναέρια | το | εναέριο |
| γενική | του | εναέριου | της | εναέριας | του | εναέριου |
| αιτιατική | τον | εναέριο | την | εναέρια | το | εναέριο |
| κλητική | εναέριε | εναέρια | εναέριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναέριοι | οι | εναέριες | τα | εναέρια |
| γενική | των | εναέριων | των | εναέριων | των | εναέριων |
| αιτιατική | τους | εναέριους | τις | εναέριες | τα | εναέρια |
| κλητική | εναέριοι | εναέριες | εναέρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εναέριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναέριος[1] (εν- + αέριος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.naˈe.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐να‐έ‐ρι‐ος
Επίθετο
εναέριος, -α, -ο
- αυτός που βρίσκεται ή διασχίζει τον αέρα
- ↪ εναέριος σιδηρόδρομος
- εναέριος χώρος: το τμήμα της ατμόσφαιρας που ελέγχεται από ένα κράτος στρατιωτικά και όσον αφορά την ασφάλεια των πτήσεων
Ουσιαστικό
εναέριος αρσενικό
- ονομασία του συνόλου της εγκατάστασης αερομεταφοράς της σμύριδας από τα ορυχεία μέχρι τον όρμο Μουτσούνας, στη Νάξο
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εναέριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.