εναέριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναέριος η εναέρια το εναέριο
      γενική του εναέριου της εναέριας του εναέριου
    αιτιατική τον εναέριο την εναέρια το εναέριο
     κλητική εναέριε εναέρια εναέριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναέριοι οι εναέριες τα εναέρια
      γενική των εναέριων των εναέριων των εναέριων
    αιτιατική τους εναέριους τις εναέριες τα εναέρια
     κλητική εναέριοι εναέριες εναέρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναέριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναέριος[1] (εν- + αέριος)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.naˈe.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εναέριος

Επίθετο

εναέριος, -α, -ο

  1. αυτός που βρίσκεται ή διασχίζει τον αέρα
    εναέριος σιδηρόδρομος
  2. εναέριος χώρος: το τμήμα της ατμόσφαιρας που ελέγχεται από ένα κράτος στρατιωτικά και όσον αφορά την ασφάλεια των πτήσεων

Ουσιαστικό

εναέριος αρσενικό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.