φωταέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωταέριο τα φωταέρια
      γενική του φωταέριου
& φωταερίου
των φωταέριων
& φωταερίων
    αιτιατική το φωταέριο τα φωταέρια
     κλητική φωταέριο φωταέρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωταέριο< φωτ- + αέριο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gaz d'éclairage
Η λέξη μαρτυρείται από το 1834

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.taˈe.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωταέριο

Ουσιαστικό

φωταέριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (χημεία) αέριο καύσιμο, μείγμα υδρογόνου, μεθανίου και άλλων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται για φωτισμό και θέρμανση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.