πορδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πορδή | οι | πορδές |
| γενική | της | πορδής | των | πορδών |
| αιτιατική | την | πορδή | τις | πορδές |
| κλητική | πορδή | πορδές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορδή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πορδή
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾˈði/
Ουσιαστικό
πορδή θηλυκό
- η εκούσια ή ακούσια αποβολή αερίων του εντέρου από τον πισινό, που μπορεί και να δημιουργεί ήχο (ενίοτε δύσοσμη)
- (μεταφορικά) για άτομο μικρής ηλικίας
- ο γιος σου είναι μια σταλιά πορδή και αντιμιλάει
- (μεταφορικά) για ασήμαντο άτομο
- ο Νίκος είναι μια πορδή, μην τον ξεσυνερίζεσαι.
Εκφράσεις
- κούφια / τζούφια πορδή: πορδή η οποία δεν δημιούργησε ήχο
- με πορδές δεν βάφονται αβγά: πρέπει να εργαστείς, να ακολουθήσεις μια μέθοδο/διαδικασία ή ότι συμφώνησες με κάποιον
- (πετάγομαι) σαν (την) πορδή: μιλώ άκαιρα χωρίς να έχω τον λόγο, λέω άσχετα/ενοχλητικά πράγματα χωρίς να μου απευθύνουν τον λόγο
- όταν μιλούν οι κώλοι, βγαίνουν πορδές: τα ανούσια/απαίσια άτομα μιλούν ανούσια/απαίσια
Παροιμίες
- «ο καθένας κάνει την πορδή του μοσχολίβανο».
Σύνθετα
- πορδοκλάνω
- αλεποπορδή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.