γκάζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκάζι τα γκάζια
      γενική του γκαζιού των γκαζιών
    αιτιατική το γκάζι τα γκάζια
     κλητική γκάζι γκάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκάζι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaz < ολλανδική gaz < λατινική chaos < αρχαία ελληνική χάος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

γκάζι ουδέτερο

  1. φωταέριο
    Τελείωσε το γκάζι.
  2. (κατ’ επέκταση) το εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου
  3. Το πετάλι επιτάχυνσης του αυτοκινήτου.
    Πάτα γκάζι.
  4. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό) επίπληξη

Συγγενικά

  • Διαφορετικής ετυμολογίας: γκαζόν, ανγκαζάρω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.