gaz
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡas/
- ⓘ
Ουσιαστικό
gaz (pl) αρσενικό
- (φυσική, στρατός, κοινά) το αέριο
- το γκάζι με τις έννοιες:
- γενική ονομασία αερίων που χρησιμοποιούνται σαν καύσιμο
- το πετάλι της επιτάχυνσης στα αυτοκινούμενα οχήματα
Συγγενικά
- gazowy
- gazowany
Πολυλεκτικοί όροι
- gaz miejski: (αέριο πόλης) το γκάζι
- gaz ziemny: (αέριο γης) το φυσικό αέριο
- gaz szlachetny: ευγενές αέριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.