αεριούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεριούχος | η | αεριούχος & αεριούχα |
το | αεριούχο |
| γενική | του | αεριούχου | της | αεριούχου & αεριούχας |
του | αεριούχου |
| αιτιατική | τον | αεριούχο | την | αεριούχο & αεριούχα |
το | αεριούχο |
| κλητική | αεριούχε | αεριούχε & αεριούχα |
αεριούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεριούχοι | οι | αεριούχοι & αεριούχες |
τα | αεριούχα |
| γενική | των | αεριούχων | των | αεριούχων | των | αεριούχων |
| αιτιατική | τους | αεριούχους | τις | αεριούχους & αεριούχες |
τα | αεριούχα |
| κλητική | αεριούχοι | αεριούχοι & αεριούχες |
αεριούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αεριούχος < αερι- + -ούχος, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gazeux)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐ού‐χος
Επίθετο
αεριούχος, -ος/-α, -ο
- (για μη οινοπνευματώδη ποτά) που έχει ανθρακικό
- ↪ Αυτό το νερό είναι αεριούχο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.