κλανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλανιά οι κλανιές
      γενική της κλανιάς των κλανιών
    αιτιατική την κλανιά τις κλανιές
     κλητική κλανιά κλανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλανιά < κλάνω

Ουσιαστικό

κλανιά θηλυκό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.