Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος | ||
| γενική | του | Αʹ Παγκοσμίου Πολέμου | ||
| αιτιατική | τον | Αʹ Παγκόσμιο Πόλεμο | ||
| κλητική | Αʹ Παγκόσμιε Πόλεμε | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρσενικό
- (ιστορία) πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη και απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις, από το 1914 έως το 1918
Συνώνυμα
- Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
- Μεγάλος Πόλεμος
Μεταφράσεις
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.