gas
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία 1
- gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| gas | gases |
gas (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το αέριο, φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
- ↪ compressed gas - πεπιεσμένο αέριο
- ↪ condensed gas - συμπυκνωμένο αέριο
- ↪ Hydrogen and oxygen are gases.
- Το υδρογόνο και το οξυγόνο είναι αέρια.
- ↪ liquified gas - υγραέριο
- (μη μετρήσιμο) το γκάζι, το φωταέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου ή μείγμα αερίων που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για θέρμανση και μαγείρεμα
- ↪ They detected a gas leak.
- Ανίχνευσαν μια διαρροή γκαζιού.
- ↪ We cooked with gas.
- Μαγειρέψαμε με γκάζι.
- ↪ They detected a gas leak.
- (μη μετρήσιμο) το αέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής επέμβασης, για να κάνω τον ασθενή αναίσθητο ή να μειώσει τον πόνο
- ↪ laughing gas - αναισθητικό αέριο
- (μη μετρήσιμο) το αέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου που χρησιμοποιείται στον πόλεμο για να σκοτώσει ή να τραυματίσει ανθρώπους ή χρησιμοποιείται από την αστυνομία για τον έλεγχο ανθρώπων
- ↪ asphyxiating gas - ασφυξιογόνο αέριο
- ↪ tear gas - δακρυγόνο αέριο
- ↪ poisonous gas - δηλητηριώδες αέριο
- (μόνο ενικός, the gas) το γκάζι, το πεντάλ που τροφοδοτεί τη μηχανή του αυτοκινήτου με βενζίνη
- ↪ Press/release the gas.
- Πατάω/αφήνω το γκάζι.
- ↪ Step on the gas, let’s go.
- Πάτα γκάζι να φύγουμε.
- ≈ συνώνυμα: accelerator και gas pedal
- ↪ Press/release the gas.
- (μη μετρήσιμο) η πορδή, το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης
- εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)
Παράγωγα
Ετυμολογία 2
- gas < περικοπή του gasoline
Ουσιαστικό
gas (en)
Ιταλικά (it)
Πηγές
- gas - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.