αεριόφως
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αεριόφως | τα | αεριόφωτα |
| γενική | του | αεριόφωτος | των | αεριοφώτων |
| αιτιατική | το | αεριόφως | τα | αεριόφωτα |
| κλητική | αεριόφως | αεριόφωτα | ||
| Σπάνιος ο πληθυντικός. Συγκρίνετε με την κλίση για το αεριόφωτο. | ||||
| Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεριόφως < αεριό- + φως < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gaslight ή γαλλική lumière de gaz[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐ό‐φως
Αναφορές
- αεριόφως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.