καλλιτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλλιτεχνία | οι | καλλιτεχνίες |
| γενική | της | καλλιτεχνίας | των | καλλιτεχνιών |
| αιτιατική | την | καλλιτεχνία | τις | καλλιτεχνίες |
| κλητική | καλλιτεχνία | καλλιτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλιτεχνία < (ελληνιστική κοινή) καλλιτεχνία < καλλι- + -τεχνία
Ουσιαστικό
καλλιτεχνία θηλυκό
- η δημιουργική δραστηριότητα (διαδικασία) ενός καλλιτέχνη και ενίοτε το προϊόν (αποτέλεσμα) αυτής
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καλλιτέχνης, κάλλος, καλός και τέχνη
Μεταφράσεις
καλλιτεχνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.