αυθόρμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυθόρμητος | η | αυθόρμητη | το | αυθόρμητο |
| γενική | του | αυθόρμητου | της | αυθόρμητης | του | αυθόρμητου |
| αιτιατική | τον | αυθόρμητο | την | αυθόρμητη | το | αυθόρμητο |
| κλητική | αυθόρμητε | αυθόρμητη | αυθόρμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυθόρμητοι | οι | αυθόρμητες | τα | αυθόρμητα |
| γενική | των | αυθόρμητων | των | αυθόρμητων | των | αυθόρμητων |
| αιτιατική | τους | αυθόρμητους | τις | αυθόρμητες | τα | αυθόρμητα |
| κλητική | αυθόρμητοι | αυθόρμητες | αυθόρμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυθόρμητος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αὐθόρμητος < (αὐτο-) αὐθ- + αρχαία ελληνική (ὁρμῶ) ὁρμή- + -τος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική spontané
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfθoɾ.mi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θόρ‐μη‐τος
Επίθετο
αυθόρμητος, -η, -ο
- (για πράξη) που γίνεται χωρίς να λογαριάσει κανείς τις συνέπειές της και χωρίς προηγούμενο σχέδιο
- (για πρόσωπα) που ενεργεί με δική του πρωτοβουλία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αυθόρμητος
Πηγές
- αυθόρμητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.