αυθόρμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυθόρμητος η αυθόρμητη το αυθόρμητο
      γενική του αυθόρμητου της αυθόρμητης του αυθόρμητου
    αιτιατική τον αυθόρμητο την αυθόρμητη το αυθόρμητο
     κλητική αυθόρμητε αυθόρμητη αυθόρμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυθόρμητοι οι αυθόρμητες τα αυθόρμητα
      γενική των αυθόρμητων των αυθόρμητων των αυθόρμητων
    αιτιατική τους αυθόρμητους τις αυθόρμητες τα αυθόρμητα
     κλητική αυθόρμητοι αυθόρμητες αυθόρμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυθόρμητος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αὐθόρμητος < (αὐτο-) αὐθ- + αρχαία ελληνική (ὁρμῶ) ὁρμή- + -τος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική spontané

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfθoɾ.mi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυθόρμητος

Επίθετο

αυθόρμητος, -η, -ο

  1. (για πράξη) που γίνεται χωρίς να λογαριάσει κανείς τις συνέπειές της και χωρίς προηγούμενο σχέδιο
  2. (για πρόσωπα) που ενεργεί με δική του πρωτοβουλία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.