δεξιοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεξιοτεχνικός | η | δεξιοτεχνική | το | δεξιοτεχνικό |
| γενική | του | δεξιοτεχνικού | της | δεξιοτεχνικής | του | δεξιοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | δεξιοτεχνικό | τη | δεξιοτεχνική | το | δεξιοτεχνικό |
| κλητική | δεξιοτεχνικέ | δεξιοτεχνική | δεξιοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεξιοτεχνικοί | οι | δεξιοτεχνικές | τα | δεξιοτεχνικά |
| γενική | των | δεξιοτεχνικών | των | δεξιοτεχνικών | των | δεξιοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | δεξιοτεχνικούς | τις | δεξιοτεχνικές | τα | δεξιοτεχνικά |
| κλητική | δεξιοτεχνικοί | δεξιοτεχνικές | δεξιοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεξιοτεχνικός < δεξιοτέχνης / δεξιοτεχνία + -ικός
Επίθετο
δεξιοτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη δεξιοτεχνία ή τον δεξιοτέχνη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δεξιοτέχνης, δεξιός και τέχνη
Μεταφράσεις
δεξιοτεχνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.