επιτήδειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτήδειος η επιτήδεια το επιτήδειο
      γενική του επιτήδειου της επιτήδειας του επιτήδειου
    αιτιατική τον επιτήδειο την επιτήδεια το επιτήδειο
     κλητική επιτήδειε επιτήδεια επιτήδειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτήδειοι οι επιτήδειες τα επιτήδεια
      γενική των επιτήδειων των επιτήδειων των επιτήδειων
    αιτιατική τους επιτήδειους τις επιτήδειες τα επιτήδεια
     κλητική επιτήδειοι επιτήδειες επιτήδεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιτήδειος < αρχαία ελληνική ἐπιτήδειος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική habile)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈti.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτήδειος

Επίθετο

επιτήδειος, -α, -ο

  1. επιδέξιος, ικανός, κατάλληλος σε έναν τομέα
  2. (κατ’ επέκταση) ο απατεώνας, κάποιος που εκμεταλλεύεται την αφέλεια ή την άγνοια των άλλων, για να κερδίσει χρήματα ή για άλλους σκοπούς
      Με τη μέθοδο της απασχόλησης επιτήδειοι έκλεψαν 80χρονο. (@ekalampaka.gr)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

θέμα με επιτηδ-

για θέμα με επιτηδευ- δείτε τη λέξη επιτηδεύομαι

 και δείτε τη λέξη επίτηδες

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.