εμπειρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπειρικός η εμπειρική το εμπειρικό
      γενική του εμπειρικού της εμπειρικής του εμπειρικού
    αιτιατική τον εμπειρικό την εμπειρική το εμπειρικό
     κλητική εμπειρικέ εμπειρική εμπειρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπειρικοί οι εμπειρικές τα εμπειρικά
      γενική των εμπειρικών των εμπειρικών των εμπειρικών
    αιτιατική τους εμπειρικούς τις εμπειρικές τα εμπειρικά
     κλητική εμπειρικοί εμπειρικές εμπειρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπειρικός < αρχαία ελληνική ἐμπειρικός

Επίθετο

εμπειρικός -ή -ό

  1. που προκύπτει από την εμπειρία
    εμπειρική γνώση
  2. που εξασκεί μία τέχνη ή επάγγελμα βασιζόμενος στην εμπειρία και όχι σε επιστημονική γνώση
    εμπειρικός γιατρός


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.