προσχεδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσχεδιάζω < μεσαιωνική ελληνική προσχεδιάζω < προ- + σχεδιάζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προσχέδιο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσχεδιάζω | προσχεδίαζα | θα προσχεδιάζω | να προσχεδιάζω | προσχεδιάζοντας | |
| β' ενικ. | προσχεδιάζεις | προσχεδίαζες | θα προσχεδιάζεις | να προσχεδιάζεις | προσχεδίαζε | |
| γ' ενικ. | προσχεδιάζει | προσχεδίαζε | θα προσχεδιάζει | να προσχεδιάζει | ||
| α' πληθ. | προσχεδιάζουμε | προσχεδιάζαμε | θα προσχεδιάζουμε | να προσχεδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | προσχεδιάζετε | προσχεδιάζατε | θα προσχεδιάζετε | να προσχεδιάζετε | προσχεδιάζετε | |
| γ' πληθ. | προσχεδιάζουν(ε) | προσχεδίαζαν προσχεδιάζαν(ε) |
θα προσχεδιάζουν(ε) | να προσχεδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσχεδίασα | θα προσχεδιάσω | να προσχεδιάσω | προσχεδιάσει | ||
| β' ενικ. | προσχεδίασες | θα προσχεδιάσεις | να προσχεδιάσεις | προσχεδίασε | ||
| γ' ενικ. | προσχεδίασε | θα προσχεδιάσει | να προσχεδιάσει | |||
| α' πληθ. | προσχεδιάσαμε | θα προσχεδιάσουμε | να προσχεδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | προσχεδιάσατε | θα προσχεδιάσετε | να προσχεδιάσετε | προσχεδιάστε | ||
| γ' πληθ. | προσχεδίασαν προσχεδιάσαν(ε) |
θα προσχεδιάσουν(ε) | να προσχεδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσχεδιάσει | είχα προσχεδιάσει | θα έχω προσχεδιάσει | να έχω προσχεδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσχεδιάσει | είχες προσχεδιάσει | θα έχεις προσχεδιάσει | να έχεις προσχεδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσχεδιάσει | είχε προσχεδιάσει | θα έχει προσχεδιάσει | να έχει προσχεδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσχεδιάσει | είχαμε προσχεδιάσει | θα έχουμε προσχεδιάσει | να έχουμε προσχεδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσχεδιάσει | είχατε προσχεδιάσει | θα έχετε προσχεδιάσει | να έχετε προσχεδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσχεδιάσει | είχαν προσχεδιάσει | θα έχουν προσχεδιάσει | να έχουν προσχεδιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.