άγχωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άγχωση οι αγχώσεις
      γενική της άγχωσης* των αγχώσεων
    αιτιατική την άγχωση τις αγχώσεις
     κλητική άγχωση αγχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άγχωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

άγχωση θηλυκό

  1. η συνθήκη που προκαλεί άγχος
  2. η κρίση άγχους
  3. το άγχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.