άγχωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άγχωση | οι | αγχώσεις |
| γενική | της | άγχωσης* | των | αγχώσεων |
| αιτιατική | την | άγχωση | τις | αγχώσεις |
| κλητική | άγχωση | αγχώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αγχώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άγχωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
άγχωση θηλυκό
- η συνθήκη που προκαλεί άγχος
- η κρίση άγχους
- το άγχος
Μεταφράσεις
άγχωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.