αγχόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγχόνη | οι | αγχόνες |
| γενική | της | αγχόνης | των | αγχονών |
| αιτιατική | την | αγχόνη | τις | αγχόνες |
| κλητική | αγχόνη | αγχόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
συνήθης γενική πληθυντικού: των αγχόνων
Ουσιαστικό
αγχόνη θηλυκό
- ξύλινη, συνήθως, κατασκευή από όπου κρεμόταν σκοινί με θηλιά και που χρησιμοποιούνταν για τις εκτελέσεις θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό
- (συνεκδοχικά) ο απαγχονισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
