ἄγχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ἄγχω < θέμα ἀγχ- όπως και ἄγχι (κοντά,πλησίον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ-
Ρήμα
ἄγχω
- πιέζω
- αγκαλιάζω
- (στην πάλη)
- πνίγω, στραγγαλίζω
- ↪ τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων
- (μεταφορικά) πιέζω
Συγγενικά
- ἀγχόνη
- ἀγκτήρ
- ἄγξις
- ἀγχόνη
- ἀγχονίζω
Πηγές
- ἄγχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.