αγχέμαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγχέμαχος | η | αγχέμαχη | το | αγχέμαχο |
| γενική | του | αγχέμαχου | της | αγχέμαχης | του | αγχέμαχου |
| αιτιατική | τον | αγχέμαχο | την | αγχέμαχη | το | αγχέμαχο |
| κλητική | αγχέμαχε | αγχέμαχη | αγχέμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγχέμαχοι | οι | αγχέμαχες | τα | αγχέμαχα |
| γενική | των | αγχέμαχων | των | αγχέμαχων | των | αγχέμαχων |
| αιτιατική | τους | αγχέμαχους | τις | αγχέμαχες | τα | αγχέμαχα |
| κλητική | αγχέμαχοι | αγχέμαχες | αγχέμαχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγχέμαχος < αρχαία ελληνική ἀγχέμαχος
Επίθετο
αγχέμαχος -η -ο
- το ξίφος είναι αγχέμαχο όπλο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αγχέμαχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.