αγχώδης

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγχώδης η αγχώδης το αγχώδες
      γενική του αγχώδους της αγχώδους του αγχώδους
    αιτιατική τον αγχώδη την αγχώδη το αγχώδες
     κλητική αγχώδη(ς) αγχώδης αγχώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγχώδεις οι αγχώδεις τα αγχώδη
      γενική των αγχωδών των αγχωδών των αγχωδών
    αιτιατική τους αγχώδεις τις αγχώδεις τα αγχώδη
     κλητική αγχώδεις αγχώδεις αγχώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγχώδης < άγχ(ος) + -ώδης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική angoisseux [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈxo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγχώδης

Επίθετο

αγχώδης, -ης, -ες

  1. που καταλαμβάνεται εύκολα από άγχος
  2. που γίνεται με άγχος
  3. συνώνυμο του αγχωτικός (για πρόσωπα)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άγχος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.