αγχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγχωμένος | η | αγχωμένη | το | αγχωμένο |
| γενική | του | αγχωμένου | της | αγχωμένης | του | αγχωμένου |
| αιτιατική | τον | αγχωμένο | την | αγχωμένη | το | αγχωμένο |
| κλητική | αγχωμένε | αγχωμένη | αγχωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγχωμένοι | οι | αγχωμένες | τα | αγχωμένα |
| γενική | των | αγχωμένων | των | αγχωμένων | των | αγχωμένων |
| αιτιατική | τους | αγχωμένους | τις | αγχωμένες | τα | αγχωμένα |
| κλητική | αγχωμένοι | αγχωμένες | αγχωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.xoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐χω‐μέ‐νος
Μετοχή
αγχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγχώνω, που έχει καταληφθεί από άγχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.