αγχίνοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγχίνοια οι αγχίνοιες
      γενική της αγχίνοιας των αγχινοιών
    αιτιατική την αγχίνοια τις αγχίνοιες
     κλητική αγχίνοια αγχίνοιες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγχίνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγχίνοια[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈçi.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγχίνοια

Ουσιαστικό

αγχίνοια θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.