αγχολυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγχολυτικός η αγχολυτική το αγχολυτικό
      γενική του αγχολυτικού της αγχολυτικής του αγχολυτικού
    αιτιατική τον αγχολυτικό την αγχολυτική το αγχολυτικό
     κλητική αγχολυτικέ αγχολυτική αγχολυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγχολυτικοί οι αγχολυτικές τα αγχολυτικά
      γενική των αγχολυτικών των αγχολυτικών των αγχολυτικών
    αιτιατική τους αγχολυτικούς τις αγχολυτικές τα αγχολυτικά
     κλητική αγχολυτικοί αγχολυτικές αγχολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγχολυτικός < άγχος + λύω + -τικος

Επίθετο

αγχολυτικός -ή -ό

  • που απελευθερώνει από το άγχος ή το μειώνει
αγχολυτικά φάρμακα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.