αγχολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγχολυτικός | η | αγχολυτική | το | αγχολυτικό |
| γενική | του | αγχολυτικού | της | αγχολυτικής | του | αγχολυτικού |
| αιτιατική | τον | αγχολυτικό | την | αγχολυτική | το | αγχολυτικό |
| κλητική | αγχολυτικέ | αγχολυτική | αγχολυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγχολυτικοί | οι | αγχολυτικές | τα | αγχολυτικά |
| γενική | των | αγχολυτικών | των | αγχολυτικών | των | αγχολυτικών |
| αιτιατική | τους | αγχολυτικούς | τις | αγχολυτικές | τα | αγχολυτικά |
| κλητική | αγχολυτικοί | αγχολυτικές | αγχολυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αγχολυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.