Μαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαρία οι Μαρίες
      γενική της Μαρίας
    αιτιατική τη Μαρία τις Μαρίες
     κλητική Μαρία Μαρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαρία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μαρία < Μαριάμ (μετάφραση των Εβδομήκοντα για την εβραϊκή מרים (Miryām) με πιθανή σημασία: πικρή, ανυπότακτη) < αραμαϊκή מרים (Maryām), συγγενική με το αρχαία εβραϊκή מרים (Miryām)
Κατ' άλλη άποψη < αρχαία αιγυπτιακή mrh- (=δυνατός, γόνιμος, εύφορος)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρία

Κύριο όνομα

Μαρία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
      Από το ληστρικό πάνθεον δεν έλειψαν οι γυναίκες -η Μαρία Πενταγιώτισσσα φέρ' ειπείν ήταν και λησταρχίνα, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση. (@enet.gr εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 2/12/2013)
  2. η μητέρα του Χριστού, η Παναγία
  3. όνομα αγίων γυναικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας
    η Μαρία η Μαγδαληνή

Συγγενικά

διαφορετικού ετύμου, λατινογενή ονόματα:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.