Μάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μάριος οι Μάριοι
      γενική του Μάριου
& Μαρίου
των Μάριων
& Μαρίων
    αιτιατική τον Μάριο τους Μάριους
& Μαρίους
     κλητική Μάριε Μάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μάριος < λατινική Marius < Mars (παρετυμολογικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αρσενικό του ονόματος Μαρία)

Κύριο όνομα

Μάριος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.