έτυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έτυμο τα έτυμα
      γενική του ετύμου
& έτυμου
των ετύμων
    αιτιατική το έτυμο τα έτυμα
     κλητική έτυμο έτυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έτυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔτυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἔτυμος (αρχαία ελληνική, αληθής)[1]

Ουσιαστικό

έτυμο ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) η λέξη από την οποία προέρχονται άλλες, η αρχική ρίζα άλλων λέξεων
    άλλες μορφές: έτυμον (λόγιο, κατά το ἔτυμον)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • «έτυμον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.