Maria
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Maria θηλυκό
- γυναικείο όνομα, η Μαρία
- χωριό της Παρθίας
- ※ citra deserta ab occasu urbes eorum quas diximus, Issatis et Calliope, ab oriente aestivo Pyropum, ab hiberno Maria, in medio Hecatompylos, Arsace, regio Nisiaea Parthyenes nobilis, ubi Alexandropolis a conditore.
- → λείπει η μετάφραση
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) η Παναγία
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Maria | |
| γενική | Mariae | |
| δοτική | Mariae | |
| αιτιατική | Mariam | |
| κλητική | Maria | |
| αφαιρετική | Mariā | |
Πηγές
- Maria - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmarʲja/
- ⓘ
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Maria < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Maria < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.