Μαίρη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μαίρη
      γενική της Μαίρης
    αιτιατική τη Μαίρη
     κλητική Μαίρη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαίρη < προσαρμοσμένο ορθογραφικά άμεσο δάνειο από την αγγλική Mary

Κύριο όνομα

Μαίρη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.