Μάρω
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μάρω | ||
| γενική | της | Μάρως | ||
| αιτιατική | τη | Μάρω | ||
| κλητική | Μάρω | |||
| Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μά‐ρω
Κύριο όνομα
Μάρω θηλυκό
-
Μάρω (Μαρία) Δούκα στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1947), ελληνίδα συγγραφέας -
Μάρω (Μαριάνθη) Κοντού στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1934), ελληνίδα ηθοποιός
Μεταφράσεις
Μάρω
|
→ δείτε τη λέξη Μαρία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.