copper

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

copper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική coper < αγγλοσαξονική coper < υστερολατινική cuprum < λατινική cyprium (κυπριακό μέταλλο) < αρχαία ελληνική Κύπρος

Επίθετο

copper (en)

  1. χάλκινος
  2. που έχει το χρώμα του χαλκού

Ουσιαστικό

copper (en)

Σύνθετα

  • copper στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.