Κυπρία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κυπρία < Κύπρος

Κύριο όνομα

Κυπρία και Κύπρια, αρσενικό Κύπριος, άλλη εκφορά της Κύπριας

  1. η υπήκοος της Κύπρου ή η γυναίκα που κατάγεται από αυτό το νησί
  2. (ως επίθετο)
    η Κυπρία Αφροδίτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.