κυπριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυπριακός η κυπριακή το κυπριακό
      γενική του κυπριακού της κυπριακής του κυπριακού
    αιτιατική τον κυπριακό την κυπριακή το κυπριακό
     κλητική κυπριακέ κυπριακή κυπριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυπριακοί οι κυπριακές τα κυπριακά
      γενική των κυπριακών των κυπριακών των κυπριακών
    αιτιατική τους κυπριακούς τις κυπριακές τα κυπριακά
     κλητική κυπριακοί κυπριακές κυπριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυπριακός < (ελληνιστική κοινή) Κυπριακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.pɾi.aˈkos/

Επίθετο

κυπριακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την Κύπρο, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κυπριακό: το ζήτημα που αφορά τη κατάληψη της Κύπρου από άλλες δυνάμεις και οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κυπριακή: η ελληνική διάλεκτος που μιλιέται στην Κύπρο
     συνώνυμα: κυπριακά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.