Κίνα

Η σημαία της Κίνας.
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κίνα | οι | Κίνες |
| γενική | της | Κίνας | — | |
| αιτιατική | την | Κίνα | τις | Κίνες |
| κλητική | Κίνα | Κίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.svg.png.webp)
Η θέση της Κίνας στο χάρτη της Ασίας.
Ετυμολογία 1
- Κίνα < (καθαρεύουσα) Κίνα (μαρτυρείται από το 1728)[1] < (λόγιο δάνειο) ιταλική China (παλαιότερος τύπος του Cina)[2] < περσική چین (čin) < μέση περσική 𐭰𐭩𐭭 (čīn) < σανσκριτική चीन (cīna) < κινεζική 秦 (qín) < παλαιά κινεζική 秦 (*dzin).[3] Για το θέμα σιν- → δείτε τη λέξη σινικός και το ελληνιστικό Σῖναι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κί‐να
- ομόηχα: κίνα, κείνα
- τονικό παρώνυμο: κοινά, κινά
Κύριο όνομα
Κίνα θηλυκό
- κράτος της Ανατολικής Ασίας, με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, πρωτεύουσα το Πεκίνο και επίσημη γλώσσα την κινεζική
- επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας
Συγγενικά
επίσης δείτε:
-
Κίνα στη Βικιπαίδεια

-
Κίνα στα Βικιταξίδια

Μεταφράσεις
Κίνα
|
Ετυμολογία 2
- Κίνα < γενική ενικού του αρσενικού Κίνας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Кина
- λατινικοί χαρακτήρες: Kina
Αναφορές
- σελ. 544, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- «Κίνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Πηγές για την ετυμολογία στο κινεζικό 秦#Απόγονοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.