κίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κίνα οι κίνες
      γενική της κίνας των κινών
    αιτιατική την κίνα τις κίνες
     κλητική κίνα κίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quina

Ουσιαστικό

κίνα θηλυκό

  • (φυτό) κιγχόνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.