κινέζικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κινέζικα
      γενική των κινέζικων
    αιτιατική τα κινέζικα
     κλητική κινέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κινέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κινέζικος στον πληθυντικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈne.zi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κινέζικα
τονικό παρώνυμο: κινεζικά

Ουσιαστικό

κινέζικα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (οικείο)  δείτε τη λέξη κινεζικά, η κινεζική γλώσσα, γλώσσα που μιλιέται στην Κίνα
  2. (μεταφορικά) τα ακαταλαβίστικα, τα αλαμπουρνέζικα
    εμένα αυτά μου φαίνονται κινέζικα
  3. προϊόντα μαϊμού, φτηνά προϊόντα, προϊόντα που δεν πληρούν τους ευρωπαϊκούς νόμους (νομοθετημένους κανόνες) περί ασφάλειας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.