κινέζικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κινέζικα | ||
| γενική | των | κινέζικων | ||
| αιτιατική | τα | κινέζικα | ||
| κλητική | κινέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κινέζικος στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈne.zi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νέ‐ζι‐κα
- τονικό παρώνυμο: κινεζικά
Ουσιαστικό
κινέζικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (οικείο) → δείτε τη λέξη κινεζικά, η κινεζική γλώσσα, γλώσσα που μιλιέται στην Κίνα
- (μεταφορικά) τα ακαταλαβίστικα, τα αλαμπουρνέζικα
- ↪ εμένα αυτά μου φαίνονται κινέζικα
- προϊόντα μαϊμού, φτηνά προϊόντα, προϊόντα που δεν πληρούν τους ευρωπαϊκούς νόμους (νομοθετημένους κανόνες) περί ασφάλειας
Μεταφράσεις
κινέζικα
|
→ δείτε τη λέξη κινεζικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.