σινο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σινο- < μεσαιωνική λατινική Sinae
Πρόθημα
σινο-
- α' συνθετικό που δείχνει ότι η λέξη του β' συνθετικού έχει σχέση με την Κίνα
- σινοελληνικός, σινοσοβιετικός, σινοευρωπαϊκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.