κινεζοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινεζοποίηση | οι | κινεζοποιήσεις |
| γενική | της | κινεζοποίησης | των | κινεζοποιήσεων |
| αιτιατική | την | κινεζοποίηση | τις | κινεζοποιήσεις |
| κλητική | κινεζοποίηση | κινεζοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ne.zoˈpi.i.si/
Ουσιαστικό
κινεζοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) μείωση αποδοχών των εργαζομένων σε χαμηλό επίπεδο όπως των Κινέζων
- η μείωση των μισθών οδηγεί σε εξαθλίωση και κινεζοποίηση των εργαζομένων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Κίνα
Συνώνυμα
- πιθανό συνώνυμο: σινικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.