κινεζοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινεζοποίηση οι κινεζοποιήσεις
      γενική της κινεζοποίησης των κινεζοποιήσεων
    αιτιατική την κινεζοποίηση τις κινεζοποιήσεις
     κλητική κινεζοποίηση κινεζοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κινεζοποίηση < Κινέζ(ος) + -ο- + -ποίηση λέξη του 21ου αιώνα

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ne.zoˈpi.i.si/

Ουσιαστικό

κινεζοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) μείωση αποδοχών των εργαζομένων σε χαμηλό επίπεδο όπως των Κινέζων
    η μείωση των μισθών οδηγεί σε εξαθλίωση και κινεζοποίηση των εργαζομένων

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη Κίνα

Συνώνυμα

  • πιθανό συνώνυμο: σινικοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.