κινεζικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινεζικός | η | κινεζική | το | κινεζικό |
| γενική | του | κινεζικού | της | κινεζικής | του | κινεζικού |
| αιτιατική | τον | κινεζικό | την | κινεζική | το | κινεζικό |
| κλητική | κινεζικέ | κινεζική | κινεζικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινεζικοί | οι | κινεζικές | τα | κινεζικά |
| γενική | των | κινεζικών | των | κινεζικών | των | κινεζικών |
| αιτιατική | τους | κινεζικούς | τις | κινεζικές | τα | κινεζικά |
| κλητική | κινεζικοί | κινεζικές | κινεζικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κινεζικός
|
→ δείτε τη λέξη κινέζικος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.