Ιάκωβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιάκωβος | οι | Ιάκωβοι |
| γενική | του | Ιάκωβου & Ιακώβου |
των | Ιάκωβων & Ιακώβων |
| αιτιατική | τον | Ιάκωβο | τους | Ιάκωβους & Ιακώβους |
| κλητική | Ιάκωβε | Ιάκωβοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιάκωβος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἰάκωβος < Ἰακώβ
Κύριο όνομα
Ιάκωβος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (χριστιανισμός) το εικοστό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που αποτελείται από πέντε κεφάλαια.
Συγγενικά
επώνυμα:
Μεταφράσεις
Ιάκωβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.