Ἰάκωβος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἰάκωβος οἱ Ἰάκωβοι
      γενική τοῦ Ἰακώβου τῶν Ἰακώβων
      δοτική τῷ Ἰακώβ τοῖς Ἰακώβοις
    αιτιατική τὸν Ἰάκωβον τοὺς Ἰακώβους
     κλητική ! Ἰάκωβε Ἰάκωβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰακώβω
γεν-δοτ τοῖν  Ἰακώβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἰάκωβος < Ἰακώβ + -ος για προσαραμογή στην κλίση < εβραϊκή יעקב (Yaʿăqōḇ) < עקב (φτέρνα, ίχνος)

Κύριο όνομα

Ἰάκωβος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.