αφροδισιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφροδισιασμός οι αφροδισιασμοί
      γενική του αφροδισιασμού των αφροδισιασμών
    αιτιατική τον αφροδισιασμό τους αφροδισιασμούς
     κλητική αφροδισιασμέ αφροδισιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφροδισιασμός < αφροδισιάζω

Ουσιαστικό

αφροδισιασμός αρσενικό

  1. η σαρκική συνεύρεση και ο εξ αυτής αισθησιασμός
  2. η λατρεία της σαρκικής ηδονής, η φιληδονία


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.