αφροδισιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφροδισιασμός | οι | αφροδισιασμοί |
| γενική | του | αφροδισιασμού | των | αφροδισιασμών |
| αιτιατική | τον | αφροδισιασμό | τους | αφροδισιασμούς |
| κλητική | αφροδισιασμέ | αφροδισιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφροδισιασμός < αφροδισιάζω
Ουσιαστικό
αφροδισιασμός αρσενικό
- η σαρκική συνεύρεση και ο εξ αυτής αισθησιασμός
- η λατρεία της σαρκικής ηδονής, η φιληδονία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.