θεά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεά | οι | θεές |
| γενική | της | θεάς | των | θεών |
| αιτιατική | τη | θεά | τις | θεές |
| κλητική | θεά | θεές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεά θηλυκό του θεός
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ά
- τονικό παρώνυμο: θέα
Ουσιαστικό
θεά θηλυκό (αρσενικό θεός)
- θηλυκή θεότητα
- ※ Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
- πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
- Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, 1923, Ιλιάδα (Πολυλάς)/α
- (μεταφορικά) πολύ όμορφη γυναίκα
Εκφράσεις
- είναι θεά!
Μεταφράσεις
Πηγές
- θεά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | θεᾱ́ | αἱ | θεαί |
| γενική | τῆς | θεᾶς | τῶν | θεῶν |
| δοτική | τῇ | θεᾷ | ταῖς | θεαῖς |
| αιτιατική | τὴν | θεᾱ́ν | τὰς | θεᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | θεᾱ́ | θεαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θεαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θεά θηλυκό
- θεά, θηλυκή θεότητα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 1
- Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
- οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
- Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
- πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
- Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, 1923, Ιλιάδα (Πολυλάς)/α
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- θεά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.