θεά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεά οι θεές
      γενική της θεάς των θεών
    αιτιατική τη θεά τις θεές
     κλητική θεά θεές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεά θηλυκό του θεός

Προφορά

ΔΦΑ : /θeˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεά
τονικό παρώνυμο: θέα

Ουσιαστικό

θεά θηλυκό (αρσενικό θεός)

  1. θηλυκή θεότητα
      Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
    πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
    Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, 1923, Ιλιάδα (Πολυλάς)/α
  2. (μεταφορικά) πολύ όμορφη γυναίκα

Εκφράσεις

  • είναι θεά!

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεᾱ́ αἱ θεαί
      γενική τῆς θεᾶς τῶν θεῶν
      δοτική τῇ θε ταῖς θεαῖς
    αιτιατική τὴν θεᾱ́ν τὰς θεᾱ́ς
     κλητική ! θεᾱ́ θεαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  θεαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θεά θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.