ερμαφροδιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερμαφροδιτισμός | οι | ερμαφροδιτισμοί |
| γενική | του | ερμαφροδιτισμού | των | ερμαφροδιτισμών |
| αιτιατική | τον | ερμαφροδιτισμό | τους | ερμαφροδιτισμούς |
| κλητική | ερμαφροδιτισμέ | ερμαφροδιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερμαφροδιτισμός < ερμαφρόδιτος + -ισμός
Μεταφράσεις
ερμαφροδιτισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.