Venus
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Venus < (άμεσο δάνειο) λατινική Venus
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Venus < πρωτοϊταλική *wenos (αγάπη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wenh₁- (αγαπώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈwe.nus/
Κύριο όνομα
Venus θηλυκό
Συγγενικά
- dies Veneris
- Veneralia
- venustas
- venustus
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Venus | Venerēs |
| γενική | Veneris | Venerum |
| δοτική | Venerī | Veneribus |
| αιτιατική | Venerem | Venerēs |
| κλητική | Venus | Venerēs |
| αφαιρετική | Venere | Veneribus |
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Venus < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Venus < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.