αναφρόδιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναφρόδιτος | η | αναφρόδιτη | το | αναφρόδιτο |
| γενική | του | αναφρόδιτου | της | αναφρόδιτης | του | αναφρόδιτου |
| αιτιατική | τον | αναφρόδιτο | την | αναφρόδιτη | το | αναφρόδιτο |
| κλητική | αναφρόδιτε | αναφρόδιτη | αναφρόδιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναφρόδιτοι | οι | αναφρόδιτες | τα | αναφρόδιτα |
| γενική | των | αναφρόδιτων | των | αναφρόδιτων | των | αναφρόδιτων |
| αιτιατική | τους | αναφρόδιτους | τις | αναφρόδιτες | τα | αναφρόδιτα |
| κλητική | αναφρόδιτοι | αναφρόδιτες | αναφρόδιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναφρόδιτος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αναφρόδιτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.