Όμηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Όμηρος οι Όμηροι
      γενική του Όμηρου
& Ομήρου
των Όμηρων
& Ομήρων
    αιτιατική τον Όμηρο τους Όμηρους
& Ομήρους
     κλητική Όμηρε Όμηροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Όμηρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὅμηρος

Κύριο όνομα

Όμηρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (λογοτεχνία) αρχαίος Έλληνας ποιητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.